Αγιολογικά

Σωφρόνιος επίσκοπος Αχτάλιας Ιβηρίας, Άγιος

Γεννήθηκε το 1738 από ευσεβείς γονείς στο χωριό Λοτσίων της επαρχίας Χαλδείας του Πόντου. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν ιερέας και είχε τέσσερις αδελφές και έναν αδελφό, τον Δημήτριο που ήταν και αυτός ιερέας. Το αρχικό του όνομα ήταν Συμεών και από νεαρή ηλικία έτρεφε μεγάλη αγάπη ιδιαίτερα στη μοναχική ζωή. Νέος ακόμα πήγε σαν δόκιμος στη Μονή Αγίου Γεωργίου Χουτουρά. Τρεις μήνες αργότερα βρίσκεται στην ιστορική Μονή Σουμελά και τρία χρόνια αργότερα καταλήγει στη Μονή Βαζελώνος, όπου και έκάρη μοναχός με το όνομα Σωφρόνιος. Το 1776 ο ηγούμενος της Μονής, Ιγνάτιος, έστειλε τον άγιο στο μεταλλείο της Αχταλείας στην Ιβηρία, όπου πεντακόσιοι περίπου μεταλλουργοί είχαν εγκατασταθεί εκεί, συγκροτώντας ένα χωριό με την ονομασία Δάλβερ, που σημαίνει πολύτιμοι λίθοι. Με την αγία του ζωή ο άγιος Σωφρόνιος κέρδισε τον σεβασμό των κατοίκων, οι όποιοι τον έκαναν επίσκοπο στις 29 Οκτωβρίου 1777, έχοντας έδρα της επισκοπής του την Ιερά Μονή της Παναγίας. Ποίμανε την επισκοπή του μέχρι το 1794, όταν η βαρβαρική φυλή των Λεσγών επιτέθηκε στο μεταλλείο και το λεηλάτησε, αφού πρώτα κατέστρεψε τα πάντα. Ο άγιος πιάστηκε αιχμάλωτος και αναγκάστηκε να φορτώνεται τους Λέσγους. Με Θεία πρόνοια όμως, όποιος από τους βαρβάρους ανέβηκε στην ράχην του έπεσε νεκρός και ουδείς πλέον τον ενόχλησε. Εν τέλει, πουλήθηκε σε μια γυναίκα λατινικού δόγματος, που τον ελευθέρωσε και τον έστειλε στην Τραπεζούντα. Από εκεί ο άγιος επέστρεψε στη Μονή Βαζελώνος. Αλλά λόγω του φθόνου του ηγουμένου Ιερεμία, αναχώρησε στην ιδιαίτερη πατρίδα του όπου και άφησε την τελευταία του πνοή, το 1822.